ακατάσταλτος

ακατάσταλτος
-η, -ο [καταστέλλω]
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατασταλεί, να υποταχθεί ή να κατευναστεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακατάσταλτος — η, ο αυτός που δεν τον κατάστειλαν, δεν τον δάμασαν: Η ανταρσία ως την ώρα είναι ακατάσταλτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”